- εφευαζω
- ἐφευάζωἐφ-ευάζωвосклицать εὖα, радоваться, ликовать
(Plut. - v. l. εὐάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Plut. - v. l. εὐάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφευάζω — ἐφευάζω (Α) βλ. ἐπευάζω … Dictionary of Greek
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek